- αδιάσωστος
- -η, -οαυτός που δε διασώθηκε ή δεν μπορεί να διασωθεί: Τελικά κανένας ναυαγός δεν έμεινε αδιάσωστος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αδιάσωστος — η, ο (Α ἀδιάσωστος, ον) [διασώζω] αυτός που δεν διασώθηκε ή δεν περισώθηκε, που δεν διατηρήθηκε σε καλή κατάσταση νεοελλ. αυτός που δεν διασώθηκε ή δεν έχει ελπίδα να διασωθεί, που δεν έχει γλυτωμό … Dictionary of Greek